- συνιστάνω
- σύν-ἱστάνωpres subj act 1st sgσύν-ἱστάνωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
ԲԱՂԿԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 428 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c ն. συνίστημι, συνιστάνω constituo, compono, creo , συνάπτω coapto, jungo Տալ բաղկանալ. կացուցանել զիմն համօրէն. գոյաւորել. առնել. կազմել. յօրինել. հաստել. հաստատել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)